Οἱ Ἕλληνες ζήσαμε χιλιάδες χρόνια χωρὶς πετρέλαιο καὶ μεγαλουργήσαμε. Διακριθήκαμε στὴν τέχνη, στὴν ἐπιστήμη, στὴν φιλοσοφία, στήν πίστη… Ὅταν ἀντλήθηκε
τὸ πετρέλαιο ἀπὸ τὴν γεώτρηση τῆς Θάσου, μία ἐφημερίδα ἀνόητα ἔγραφε στὸ πρωτοσέλιδό
της μὲ πηχυαῖα γράμματα «ΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ». Τὶ μεγάλη ἀνοησία!
Καμμία σωτηρία δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν ὑλικὸ πλοῦτο.
Πρὸ τοῦ Β' Παγκοσμίου Πολέμου ἕνας πλοίαρχος, ποὺ δυτικὰ τῆς Πελοποννήσου
κυβερνοῦσε πλοῖο τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ μας, εἶδε στὴν
ἀκρογιαλιὰ τῆς Σκαφιδιᾶς μαζοὺτ νὰ ἐπιπλέει στὴν θάλασσα. Μὲ ναῦτες του ἀνέβασε ποσότητα καὶ
τὴν ἔβαλε σὰν καύσιμη ὕλη στὴν μηχανὴ τοῦ πλοίου. Ὅταν διαπίστωσε ὅτι ἡ μηχανὴ τὸ
καίει κανονικά, τηλεγράφησε στὸν ὑπουργὸν ναυτικῶν: «Βρήκαμε δωρεὰν καύσιμα γιὰ
τὰ πλοῖα μας!» Ὁ ὑπουργὸς τοῦ ἀπάντησε: «Σκεπάστε το γρήγορα, γιατὶ θὰ χάσουμε
τὴν ἐλευθερία μας!»
Ἡ προφητεία του πραγματοποιῆται στὶς ἡμέρες μας.
Δὲν εἴμαστε καλύτερα, ἐλεύθεροι καὶ εὐτυχέστεροι χωρὶς πετρέλαιο;
Νὰ μὴ λυπούμαστε ποὺ
μᾶς παίρνουν τὰ πετρέλαια, ἀλλὰ νὰ λυπούμαστε διότι ἡ
φιλοχρηματία μᾶς ὁδήγησε στὴν πλάνη ὅτι ὁ
πλοῦτος θὰ μᾶς ἔφερνε χαρά. Οἱ σοφοὶ προσεύχονται: «Πλοῦτον καὶ πενίαν
μὴ μοὶ δῷς!»
Κύριε, δὸς μᾶς τὴν ἐλευθερίαν
μας καὶ τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον!