«Καὶ
καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης, θανέειν ἱμείρεται.»
(Ὁμήρου Ὀδύσσεια - Ραψωδία Α, 55).
«Ἧς γαίης». Τῆς δικῆς του γῆς.
Σὲ ἕνα ἐκ
τῶν σχεδίων
Συντάγματος ποὺ πρότειναν οἱ ἐπαναστάτες τοῦ 1821 ἀνεγράφετο
ὅτι δικαίωμα ψήφου εἶχαν μόνον οἱ κάτοικοι τῆς Ἑλλάδος ποὺ ἔχουν ἰδιοκτησία γῆς,
δηλαδὴ πατρίδα γῆν τῆς ὁποίας νὰ ἔχουν τὸν ζῆλον νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ἐλευθερίαν.
Πατρὶς εἶναι
ἐπίθετον ποὺ συνοδεύει τὸ οὐσιαστικὸν γῆ καὶ σημαίνει
τὴν πατρώα γῆ, τὴν κληρονομημένη ἀπὸ τὸν πατέρα.
Στὸν τριετῆ
υἱὸ καθηγητοῦ πανεπιστημίου ποὺ γεννήθηκε καὶ ἔζησε σὲ πολυκατοικία τῆς Ἀθήνας ἄρεσε
νὰ σκαλίζει τὸ χῶμα ἀπὸ δύο γλάστρες ποὺ
εἶχε ἡ μάνα του σὲ μικρὴ βεράντα τοῦ διαμερίσματος. Ὅταν
κάποτε ὁ πατέρας του τὸν πῆρε μαζὶ του σὲ μία ἐπίσκεψη ποὺ ἔκανε σὲ ἕνα ἐρημοκκλήσι
τῆς Πεντέλης, μόλις τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ τὸν πῆρε ἀγκαλιά ὁ μικρὸς
μὲ ἐνθουσιασμὸ τεντωνόταν νὰ κατέβη ἀπὸ
τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ πατέρα του φωνάζοντας: «Μπαμπᾶ, χῶμα!»
Ποῦ θὰ 'βρω λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικὸ γιὰ νὰ φυτέψω μία μηλιά…
Οἱ Ἕλληνες
πουλᾶνε γῆ καὶ ὕδωρ.
Ἡ βγαλμένη
ἀπὸ τὰ κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερὰ ἐλευθερία μὲ βία μετράει τὴν γῆ καὶ δεν εὑρίσκει
στὴν Ἑλλάδα γῆ ἐλεύθερη. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἑλλάδος ἐπούλησαν γῆ καὶ ὕδωρ.