Κοτόπουλα ἐλευθέρας βοσκῆς
καταντήσαμε,
στὸν τόπο μας μέσα
στὰ συρματοπλέγματα μᾶς κλείσανε.
Μπορεῖ νά ’ν μακρυὰ τὰ σύρματα
καὶ νὰ μὴ φαίνονται
ἢ ἄλλο μάτι νὰ χρειάζεσαι
γιὰ νὰ τὰ δεῖς.
Μὰ ὑπάρχουν τ' ἄτιμα,
πῶς μπερδευτήκαμε,
κι οὔτε τ’ ἅπλωμά τους
ἀντιληφθήκαμε;
Δεσμὰ οἰκονομικά,
δεσμὰ διεθνῆ,
ΕΟΚ καὶ Μάαστριχ
καὶ τὰ συναφῆ.
Ἐλιὰ νὰ φυτέψεις
δὲν μπορεῖς,
ἀμπέλια ξεριζώνεις
μὲ ΕΟΚ προσταγή.
Νῆμα νὰ ὑφάνεις,
στόπ! ποσοστώσεις,
μνῆμα νὰ κάνεις,
ἐοκικοὶ κανονισμοί.
Ἀφεντάδες σκληροὺς
στὸ κεφάλι μας βάλαμε,
τὸ αἷμα μᾶς πίνουν
κι ἐμεῖς ἀμφιβάλλομε.
Δούλεψε διπλά,
ραγιὰ τῆς Εὐρώπης,
νὰ πληρώσεις τὸ χαράτσι
καὶ νὰ ἐπιβιώσεις.
Ἡ προπαγάνδα στημένη
γιὰ πακέτα μιλάει
κι ὁ λαὸς ἀπορημένος
«ποιὸς τὰ παίρνει» ρωτάει.
Κι ἀπαντοῦν οἱ μεγάλοι:
μὰ βεβαίως ἡ Ἑλλάς.
Κι ἐσὺ βλέπεις καὶ κρίνεις
καὶ χασκογελᾶς.
Γιατί οὔτε αὐτὴ
πόσα δίνει σοῦ λένε
οὔτε πόσα αὐτοὶ
ἀπ’ τὰ πόστα τους τρῶνε.
«Τετρακόσιες ἑβδομήντα πέντε
βιομηχανίες κλείσανε
κατὰ τὴν τελευταίαν τετραετίαν»
ἡ ἐφημερὶς ἀναγγέλλει.
Καὶ λαὸς πολὺς
στὴν ἀνεργία βαδίσανε
καὶ στὴν ἐπαιτεία,
κι ὀδυνᾶται καὶ κλαίει.
Καὶ πουλᾶμε τὴ γῆ μας
καὶ τρῶμε καρποὺς
Μέιντ ἴν Ἐσπάνα
καὶ τὴ χώρα τοῦ Μπούς.
Εὐημερίας ἀπολαμβάνομε
φαινομενικῆς
ὣς τὸ ξεπούλημα νὰ τελειώσει
τῆς ἑλληνικῆς γής.
Καὶ τότε ἀνέστιοι
καὶ ξένοι θὰ τρέχομε
ποδιὲς νὰ φιλᾶμε
καὶ δὲν θὰ ἀντέχομε
ἀλλοδαποὺς ἀφεντάδες
στὴ γῆ μας νὰ βλέπομε.
Ξύπνα, λαέ, κράτα καλά,
τὸ καράβι βουλιάζει
καὶ τὴν ἡγεσία σου
ποσῶς δὲν τὴν νοιάζει.
Αὐτοὶ ἀντιμάχονται
περὶ ὑπουργείων
καὶ περὶ ὑψηλῶν
καὶ παχυλῶν μισθίων.
καταντήσαμε,
στὸν τόπο μας μέσα
στὰ συρματοπλέγματα μᾶς κλείσανε.
Μπορεῖ νά ’ν μακρυὰ τὰ σύρματα
καὶ νὰ μὴ φαίνονται
ἢ ἄλλο μάτι νὰ χρειάζεσαι
γιὰ νὰ τὰ δεῖς.
Μὰ ὑπάρχουν τ' ἄτιμα,
πῶς μπερδευτήκαμε,
κι οὔτε τ’ ἅπλωμά τους
ἀντιληφθήκαμε;
Δεσμὰ οἰκονομικά,
δεσμὰ διεθνῆ,
ΕΟΚ καὶ Μάαστριχ
καὶ τὰ συναφῆ.
Ἐλιὰ νὰ φυτέψεις
δὲν μπορεῖς,
ἀμπέλια ξεριζώνεις
μὲ ΕΟΚ προσταγή.
Νῆμα νὰ ὑφάνεις,
στόπ! ποσοστώσεις,
μνῆμα νὰ κάνεις,
ἐοκικοὶ κανονισμοί.
Ἀφεντάδες σκληροὺς
στὸ κεφάλι μας βάλαμε,
τὸ αἷμα μᾶς πίνουν
κι ἐμεῖς ἀμφιβάλλομε.
Δούλεψε διπλά,
ραγιὰ τῆς Εὐρώπης,
νὰ πληρώσεις τὸ χαράτσι
καὶ νὰ ἐπιβιώσεις.
Ἡ προπαγάνδα στημένη
γιὰ πακέτα μιλάει
κι ὁ λαὸς ἀπορημένος
«ποιὸς τὰ παίρνει» ρωτάει.
Κι ἀπαντοῦν οἱ μεγάλοι:
μὰ βεβαίως ἡ Ἑλλάς.
Κι ἐσὺ βλέπεις καὶ κρίνεις
καὶ χασκογελᾶς.
Γιατί οὔτε αὐτὴ
πόσα δίνει σοῦ λένε
οὔτε πόσα αὐτοὶ
ἀπ’ τὰ πόστα τους τρῶνε.
«Τετρακόσιες ἑβδομήντα πέντε
βιομηχανίες κλείσανε
κατὰ τὴν τελευταίαν τετραετίαν»
ἡ ἐφημερὶς ἀναγγέλλει.
Καὶ λαὸς πολὺς
στὴν ἀνεργία βαδίσανε
καὶ στὴν ἐπαιτεία,
κι ὀδυνᾶται καὶ κλαίει.
Καὶ πουλᾶμε τὴ γῆ μας
καὶ τρῶμε καρποὺς
Μέιντ ἴν Ἐσπάνα
καὶ τὴ χώρα τοῦ Μπούς.
Εὐημερίας ἀπολαμβάνομε
φαινομενικῆς
ὣς τὸ ξεπούλημα νὰ τελειώσει
τῆς ἑλληνικῆς γής.
Καὶ τότε ἀνέστιοι
καὶ ξένοι θὰ τρέχομε
ποδιὲς νὰ φιλᾶμε
καὶ δὲν θὰ ἀντέχομε
ἀλλοδαποὺς ἀφεντάδες
στὴ γῆ μας νὰ βλέπομε.
Ξύπνα, λαέ, κράτα καλά,
τὸ καράβι βουλιάζει
καὶ τὴν ἡγεσία σου
ποσῶς δὲν τὴν νοιάζει.
Αὐτοὶ ἀντιμάχονται
περὶ ὑπουργείων
καὶ περὶ ὑψηλῶν
καὶ παχυλῶν μισθίων.
(Τὸ παραπάνω ποίημα εἶναι ἀπὸ τὴν συλλογὴ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΑ, ἐκδόσεως 1995)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου