ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ἐπὶ τοῖς ὀνομαστηρίοις παρακαλῶ δεχθῆτε τὰς θερμὰς εὐχὰς τῆς ταπεινότητός μου, δι’ ὧν ἱκετεύω τὸν Κύριον ὅπως φυλάσσῃ τοὺς Λεωνίδας καὶ χαρίζηται αὐτοῖς τὴν δρόσον τῆς καμίνου τῶν τριῶν παίδων, ἐν τῇ καμίνῳ ἐν ᾗ ἐπέλεξαν εὖ ζῆν. Τὸ πᾶν δὲν ἔγκειται εἰς τὴν πίστιν ἐπὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ (τὴν ἀναμφισβήτητον, ἀλλ’ ἐνίοτε, δι’ οὓς γνωρίζει λόγους, καθυστεροῦσαν), δὲν ἔγκειται εἰς τὸ «δυνατὸς ὁ Θεὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς» (Δαν. Γ΄ 17), ἀλλὰ εἰς τὸ «καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν». Εἶναι ἕνα παιχνίδι μὲ τὸ θάνατο, στὸ ὁποῖο εἶναι συνηθισμένοι οἱ ἀκροβάτες.

Ἅπαξ καὶ βρεθῆ, λοιπόν, κανεὶς ἀκροβάτης, πρέπει νὰ χαρεῖ τὸν κίνδυνο, νὰ γίνει παιδί, κατὰ τὸ «Ἕλληνες ἀεὶ παῖδες» τῶν Αἰγυπτίων πρὸς τὸν Ἡρόδοτο, κατὰ τὸ «ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδιὰ» τοῦ Κυρίου. Κι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ νικήσει κανεὶς τὸ φόβο, ὅταν δὲν ἔχει φθάσει στὴν τελείαν ἀγάπην, εἶναι τὸ ᾆσμα, εἰ δυνατὸν τὸ καινόν, ἀλλὰ πάντως τὸ τραγούδι τῆς νίκης, ποὺ ὑπερβαίνει τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἥττας, ὁ ἐνθουσιασμὸς ποὺ μετατρέπει τὰ φόβητρα σὲ ἀφορμὲς γέλιου. Εἶναι ἕνα γέλιο αὐτοῦ ποὺ ξέρει καὶ ποὺ δὲ φοβᾶται καὶ ποὺ ἐμπαίζει τὸν φόβο, διότι παίζει. Ἐμεῖς, λοιπόν, παίζομε στὴ ζωή μας τοὺς φύλακες, προσποιούμεθα ὅτι φυλᾶμε αὐτὰ ποὺ φυλάσσει ὁ Θεὸς καὶ ἀναδεχόμεθα τοὺς κινδύνους ποὺ ἀναδέχεται ὁ ἡθοποιός, ὅταν νομισθῇ ὅτι ταυτίζεται μὲ τὸ ρόλο ποὺ ὑποδύεται. Ἀλλὰ στὰ παιδιά, ὅπως ἐμεῖς, ἀρέσει νὰ παίζουν φανταστικοὺς ρόλους, ἀνώτερους ἀπὸ τὴν κατάστασή τους καὶ νὰ τὶς τρῶνε, καμιὰ φορά, ἀπὸ τοὺς συμπαῖκτες τους, ὅταν στὸ πρόσωπό τους αὐτὸ δέρνουν τὸν ἀληθῆ φορέα τοῦ ρόλου καὶ ὄχι τὸν ὑποδυόμενον αὐτόν. Παίζομε τοὺς κλέφτες καὶ ἀστυνόμους καὶ ἀναδεχόμεθα νὰ τὶς φᾶμε καὶ ἀπὸ τοὺς συμπαῖκτες μας ποὺ παίζουν τὸν ἀστυνόμο, ὅταν μᾶς πιάσουν ὑποδυόμενους τὸν ρόλο τοῦ κλέφτη.

Ἡ οὐσία ὅμως μένει ἀμετάβλητη. Εἴμαστε παιδιά. Εἶναι παιδιά. Ἀγωνιζόμαστε γιὰ μιὰ ἐφήμερη νίκη, μὲ ζῆλο, μὲ κόπο, μὲ ἀγωνία. Θὰ εἴμαστε εὐτυχεῖς, μέσα στὸν ἱδρῶτα καὶ τοὺς πόνους μας, ἂν προσθέταμε σ’ αὐτὰ καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ παιχνιδιοῦ, πού, στὸ τέλος-τέλος, τὸ διευθύνει ἄλλος. Ὁ Μεγάλος Πατέρας ποὺ μᾶς μπάζει στὸ παιχνίδι γιὰ νὰ μᾶς γυμνάσει, νὰ μᾶς ἀσκήσει πνεῦμα καὶ σῶμα καὶ νὰ μᾶς μάθει ὅτι νίκη καὶ ἧττα ἐναλλάσσονται σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ στὸ τέλος τοῦ παιχνιδιοῦ, ὅταν τὸ παίξωμε σωστά, μᾶς περιμένει τὸ εὖγε Του καὶ τὸ Μεγάλο Τραπέζι, τὸ στρωμένο γιὰ ὅλα τὰ παιδιά Του, νικητὲς καὶ ἡττημένους.

Συγχωρῆστε μου νὰ σᾶς εὐχηθῶ τὴ νίκη, ἀλλὰ πιὸ πολὺ νὰ σᾶς εὐχηθῶ τὸ καλὸ παιχνίδι, τὴν παιδικὴ καρδιά, τὸ χαμόγελο τῆς βεβαιότητας ὅτι δυνατὸς ὁ Θεὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς, μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ σᾶς εὐχηθῶ τὴν ὑπέρβαση τῆς ἐλπίδας μὲ μιὰ πίστη ὀντικὴ σ’ αὐτὸ ποὺ κάνομε ὥστε νὰ λέμε ἀκλόνητα «καὶ ἐὰν μή, τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν». Ἀμήν. Γένοιτο! 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ηλ. Χρησίμου «ΥΠΕΡ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΝΙΚΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ. Γράμματα σὲ φίλους γιὰ ἐπίκαιρα θέματα».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου