ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΑ

Ἡ διάκρισις εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν. Διάκρισιν ἔχει αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ἀκόμη περισσότερο τὶς διαβαθμίσεις αὐτῶν καὶ τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν αἰτιῶν καὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ διακριτικὸς καταλαβαίνει ἂν τὸ ταπεινὸ ὕφος κάποιου κρύβει πραγματικὴ ταπείνωση ἢ προσποίηση. Καταλαβαίνει ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἐξέλιξη μίας στάσεως ποὺ δειλὰ-δειλὰ ἐκδηλώνεται ἀπὸ ἕνα παιδί. Κατανοεῖ ἀπὸ τὰ λόγια κάποιου ἂν πιστεύει ἢ ὑποκρίνεται καὶ σὲ ποιὰ βαθμίδα πνευματικῆς ἀνελίξεως εὑρίσκεται.

Ὁ διακριτικὸς δὲν παρασύρεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα. Βλέπει βαθύτερα. Ἀναλύει καὶ κρίνει μὲ βάση τὶς πνευματικές του γνώσεις καὶ ἐμπειρίες. Γι’ αὐτὸ ἡ διάκρισις δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀποκτᾶται χωριστὰ ἀπὸ τὴν ὅλη πνευματικὴ πρόοδο. Συμβαδίζει μὲ αὐτὴν καὶ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν βαθμίδα τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τοῦ καθενός.

Ἡ διάκρισις προϋποθέτει καθαρὸ πνευματικὸ βλέμμα. Διακρίνω σημαίνει ξεχωρίζω  καὶ ὅπως ἕνα ὑγιὲς φυσικὸ μάτι ξεχωρίζει τὶς λεπτομέρειες τῶν ὁρατῶν ἀντικειμένων καὶ χαρακτηρίζει αὐτὰ ἀναλόγως, ἔτσι καὶ ἕνα ὑγιὲς πνευματικὸ μάτι ξεχωρίζει τὶς λεπτομέρειες τῶν πνευματικῶν καταστάσεων  καὶ τὶς ὀνομάζει κατάλληλα. Τὸ πνευματικὸ μάτι θολώνει εὔκολα. Κάθε ἐπιθυμία κακὴ εἶναι ἕνα νέφος ποὺ παρεμβάλλεται μεταξὺ πνευματικοῦ ματιοῦ καὶ βλεπόμενης καταστάσεως, μὲ ἀποτέλεσμα  ἕνα συγκεχυμένο περίγραμμα, μία ἀκαθόριστη εἰκόνα. Φυσικὰ καὶ ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ ληφθεῖ κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση αὐτῆς τῆς καταστάσεως θὰ εἶναι μπερδεμένη.

Ἡ συμπάθεια καὶ ἡ ἀντιπάθεια εἶναι χρωματιστὰ γυαλιὰ ποὺ μεταδίδουν τὸ χρῶμα τους στὰ βλεπόμενα ἀντικείμενα. Ἐμποδίζουν τὴν διάκριση τοῦ πραγματικοῦ χρώματος αὐτῶν. Γι’  αὐτὸ καὶ ζητᾶμε νὰ εἶναι οἱ δικαστὲς ἄσχετοι μὲ τοὺς δικαζόμενους.

Τὸ «ἴδιον ἠδὺ ἢ τὸ πικρὸν» μᾶς ἐμποδίζει «θεωρεῖν ἱκανῶς τὸ ἀληθές», ὅπως λέγει ὁ Ἀριστοτέλης. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζουμε ἂν κάτι μᾶς εὐχαριστεῖ ἢ μᾶς πικραίνει προκειμένου νὰ πάρουμε κάποια ἀπόφαση, ἀλλὰ ἂν εἶναι σωστὸ ἡ ὄχι. Εἶναι δύσκολο νὰ  ἀπομακρύνουμε ἀπὸ μέσα μας τὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκεῖ στὴν κρίση μας τὸ ἀρεστὸν καὶ τὸ δυσάρεστον σέ ἐμᾶς. Ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο ἂν θέλουμε νὰ κρίνουμε σωστά, ἂν θέλουμε νὰ καλλιεργήσουμε τὴν διάκρισή μας. Αὐτὸ ποὺ λένε πολλοὶ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν συμπεριφορά τους, ὅτι «ἐμένα ἔτσι μοῦ ἀρέσει»  εἶναι μία ὁμολογία κουτῆς συμπεριφορᾶς. Ἂν ἔλεγαν «ἔτσι κρίνω», θὰ μποροῦσαν νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ ἐσφαλμένη κρίση. Λέγοντας «ἔτσι μου ἀρέσει» ὁμολογοῦν ὅτι δὲν ἔχουν καθόλου κρίση. Διότι ὁ ἔχων λογικὴν ἄνθρωπος «κρίνει» καὶ ἐνεργεῖ μὲ βάση τὴν κρίση του. Τὰ ἄλογα ζῶα ἐνεργοῦν μὲ βάση τὰ ἔνστικτά τους καὶ τὶς ἐπιθυμίες τους. Καὶ πολλὲς φορές, ἂν καὶ εἶναι «ἄλογα», συμπεριφέρονται πιὸ λογικὰ ἀπὸ μερικοὺς ἀποθηριωμένους ἀνθρώπους.

Ἂς ἀξιοποιήσουμε τὴν κρίση ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴν ἀνθρώπινη ἰδιότητά μας. Ἡ ἀδιακρισία εἶναι ἡ τυφλότητα τῶν πνευματικῶν ματιῶν. Δὲν μᾶς ἀξίζει νὰ εἴμεθα τυφλοί. Ἀδικοῦμε τότε τὸν ἑαυτόν μας. Καὶ δὲν φταίει κανεὶς ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ τὶς ἀδιακρισίες μας καὶ τὶς πικρὲς συνεπειές τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου